Dictionary of Greek. 2013.
αντεκτίνω — ἀντεκτίνω (Α) αντιπληρώνω … Dictionary of Greek
αντιδρώ — (Α ἀντιδρῶ, άω) νεοελλ. 1. δρω, ενεργώ εναντίον των ενεργειών άλλου, εναντιώνομαι 2. (ψυχολ.) απαντώ σε ερέθισμα αρχ. 1. δρω εναντίον κάποιου 2. αντιπληρώνω … Dictionary of Greek